Κυβέρνηση: Στόχος τουλάχιστον 1 στα 3 νέα αυτοκίνητα το 2030 να είναι ηλεκτροκίνητο. Στα 276 δισ. ευρώ ο “λογαριασμός” της πράσινης μετάβασης. Έρχονται νέοι φόροι

Σχετικά άρθρα

Πανάκριβα θα στοιχίσει στον Έλληνα καταναλωτή η πράσινη μετάβαση της χώρας. Σύμφωνα με τις παραδοχές του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών, από τα νοικοκυριά ως τις επιχειρήσεις, τη βιομηχανία και τον αγροτικό τομέα, μόνον στην 6ετία 2025-2030 υπολογίζεται να ανέλθει αθροιστικά σε περίπου 276 δισ. ευρώ (44,7-46 δισ. ετησίως). Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το κόστος της ενέργειας, οι δαπάνες για ενεργειακή αναβάθμιση και η αγορά μη ενεργοβόρων συσκευών και οχημάτων.

Τεράστιες επενδύσεις και μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητα απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση, καθώς προϋποθέτει νέους τρόπους και νέους εξοπλισμούς για τα νοικοκυριά, τη βιομηχανία και τις μεταφορές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) (PDF) το οποίο εστάλη προς έγκριση στην Κομισιόν από το ΥΠΕΝ, από 44,7-46 δισ. ευρώ κάθε χρόνο κατά την περίοδο 2025 – 2030, συνολικά 276 δισ. ευρώ για την εξαετία, αποτιμάται το κόστος της ενεργειακής μετάβασης για τους τελικούς καταναλωτές.

Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός από το κόστος της ενέργειας, οι δαπάνες για ενεργειακή αναβάθμιση και η αγορά μη ενεργοβόρων συσκευών και οχημάτων.

Κι ενώ η ενεργειακή μετάβαση είναι εντάσεως κεφαλαίου με στόχο μεσοπρόθεσμα δηλαδή από το 2030 και μετά να μειωθεί το κόστος της ενέργειας, όπως τονίζεται στο Εθνικό Σχέδιο, η μείωση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων θα στερήσει από τα δημόσια έσοδα σημαντικούς έμμεσους φόρους που συνδέονται με τα καύσιμα, οπότε θα χρειαστεί να επιβληθούν νέοι φόροι.

Η μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων από τον τομέα των μεταφορών αποτελεί βασική προτεραιότητα στην πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα, με ορίζοντα το 2050.

Όπως προβλέπει το προσχέδιο του Αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, η σταδιακή απανθρακοποίηση του κλάδου των μεταφορών το 2030 προβλέπεται να στηριχθεί κυρίως στη διείσδυση βιοκαυσίμων (διπλασιασμός ποσοτήτων σε σχέση με το 2021) και ηλεκτρισμού στις οδικές μεταφορές (μερίδιο 3% του συνόλου της κατανάλωσης στις χερσαίες μεταφορές σε σχέση με 0,3% το 2021).

30% έως 50% ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά τα νέα αυτοκίνητα έως το 2030

Στην ηλεκτροκίνηση παρατίθενται δύο σενάρια: Το σενάριο βάσης όπου συνεχίζονται τα σημερινά μέτρα στήριξης και το δεύτερο (αισιόδοξο) με πιο ενισχυμένα προγράμματα για ταχύτερη διείσδυση. Σε αυτό το δεύτερο, από περίπου 30.600 ηλεκτρικά επιβατικά και ελαφριά φορτηγά, ο αριθμός τους πρόκειται να ανέλθει σε περίπου 85.000 το 2025 και σε πάνω από 460.000 οχήματα το 2030 (περιλαμβάνονται τα BEV – αμιγώς ηλεκτρικά και τα PHEV – plug-in υβριδικά).

Και για όποιον αναρωτιέται τι σημαίνει αυτό, πρακτικά για τις οδικές μεταφορές, το Σχέδιο περιγράφει μια “πλημμύρα” ηλεκτρικών αυτοκινήτων μέσα στα επόμενα 7 χρόνια: να φτάσουν το 30% των νέων ταξινομήσεων στο βασικό σενάριο και το 50% με τις πιο αισιόδοξες παραδοχές.

Τι προβλέπεται για τα σημεία φόρτισης

Παράλληλα, εκπονήθηκαν Σχέδια Φόρτισης Ηλεκτρικών Οχημάτων από τους ΟΤΑ, με αποτέλεσμα τη χωροθέτηση περίπου 9.000 νέων σημείων δημόσιας φόρτισης πανελλαδικά, ενώ με στόχο την ταχεία ανάπτυξη δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης, ενεργοποιήθηκε η δράση “Φορτίζω Παντού”, προϋπολογισμού 80 εκατ. ευρώ, παρέχοντας οικονομικά κίνητρα για την προμήθεια, εγκατάσταση και σύνδεση στο ηλεκτρικό δίκτυο, δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης, που τροφοδοτούνται από ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, με στόχο την εγκατάσταση 8.000 δημοσίως προσβάσιμων σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων σε όλη τη χώρα, σε κοινόχρηστους χώρους των πόλεων, σε βασικές μεταφορικές υποδομές και σε ιδιωτικούς χώρους με δημόσια πρόσβαση, όπως πρατήρια καυσίμων, σταθμοί αυτοκινήτων (πάρκινγκ) και άλλα σημεία ενδιαφέροντος.

Στο βασικό σενάριο, κατά το οποίο απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί είναι η συνέχιση των υφιστάμενων μέτρων πολιτικής (όπως ενδεικτικά, εκτός των άλλων, τα προγράμματα επιδότησης “Κινούμαι Ηλεκτρικά”, “Φορτίζω Παντού”), χωρίς κάποια λήψη επιπλέον μέτρων, προβλέπεται ότι από τα 12.470 ηλεκτρικά- υβριδικά το 2023, θα φτάσουμε το 2030 στα σχεδόν 55.000, με την ετήσια αύξηση να ξεπερνά τα 9.500 “πράσινα” αυτοκίνητα.

Στο αισιόδοξο σενάριο, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί είναι η εφαρμογή αυξημένων μέτρων πολιτικής για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης. Σημειώνεται πως έχει θεωρηθεί ως παραδοχή ότι τα αυξημένα μέτρα πολιτικής που θα εφαρμοστούν, θα έχουν θετικό αντίκτυπο τόσο στην αγορά των ηλεκτρικών οχημάτων, όσο και στο συνολικό αριθμό νέων επιβατικών οχημάτων. Σε αυτό το σενάριο, το 2030 θα ταξινομηθούν 108.304 ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά αυτοκίνητα, με ετήσια αύξηση άνω των 22.000 οχημάτων.

Σύμφωνα με το Αναθεωρημένο Σχέδιο, η υιοθέτηση αυξημένων μέτρων πολιτικής θα οδηγήσει σε ταχύτερο εξηλεκτρισμό του στόλου επιβατικών οχημάτων και ελαφρών φορτηγών (LCVs) στην Ελλάδα, με το στόλο αυτών σε κυκλοφορία να αναμένεται να αυξηθεί από περίπου 30.600 οχήματα σήμερα, σε περίπου 85.000 οχήματα το 2025 και σε περισσότερα από 460.000 οχήματα το 2030.

Σχετικά με την κατανομή μεταξύ των τύπων ηλεκτρικών οχημάτων (αμιγώς ηλεκτρικά οχήματα, σε σύγκριση με τα plug-in υβριδικά οχήματα), αυτή εκτιμάται σε αναλογία 50%-50% το 2024, με σταδιακή μετατόπιση σε 67%-33% το 2030 υπέρ των αμιγώς ηλεκτρικών οχημάτων. Αντίστοιχα για τα ελαφρά φορτηγά, το ποσοστό των αμιγώς ηλεκτρικών προβλέπεται ότι ξεπερνά το 90-95% έναντι των plug-in υβριδικών όλη τη χρονική περίοδο έως το 2030.

Το εύλογο ερώτημα είναι φυσικά πού ακριβώς θα φορτίζουν όλα αυτά τα αυτοκίνητα.

Βάσει των προβλέψεων για το στόλο νέων ηλεκτρικών οχημάτων (επιβατικά και ελαφρά φορτηγά) που θα ταξινομείται ετησίως στη χώρα, προκύπτει η εκτίμηση για συνολικά εγκατεστημένη ισχύ εξόδου σε δημοσίως προσβάσιμες υποδομές φόρτισης που θα ξεπερνά τα 550MW έως το 2030. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο αριθμού δημοσίως προσβάσιμων σημείων φόρτισης, βάσει σχετικής μελέτης που διενεργήθηκε το 2021 με την υποστήριξη του μηχανισμού τεχνικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, εκτιμήθηκε ότι θα χρειαστούν έως και 13.000 δημοσίως προσβάσιμα σημεία φόρτισης έως το 2025, με τον αριθμό αυτό να αυξάνεται σημαντικά για το 2030 (εκτίμηση για 40.000 – 100.000 σημεία φόρτισης).

Αγκάθι οι φόροι που θα χαθούν

Αφήνοντας στην άκρη το κόστος των επενδύσεων, που θα απαιτηθούν για την “πράσινη” μετάβαση, υπάρχει ένα ακόμα “αγκάθι” που θα πρέπει από τώρα να απασχολήσει το δημόσιο διάλογο, καθώς θα απαιτηθούν δύσκολες αποφάσεις.

Όπως επισημαίνει το Σχέδιο σε ειδικό κεφάλαιο για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις, η μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα θα αλλάξει το ενεργειακό μείγμα στη ζήτηση ενεργειακών προϊόντων. Η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, κυρίως πετρελαιοειδή στον τομέα των μεταφορών, τα οποία λόγω της υψηλής φορολόγησης τους αποδίδουν σημαντικά φορολογικά έσοδα στο ελληνικό κράτος, θα μειωθεί, σε όφελος των πιο φιλικά προς το περιβάλλον ενεργειακών προϊόντων, τα οποία δεν θα φορολογούνται ώστε να προωθηθούν στην αγορά.

Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Η κάλυψη του δημοσιονομικού “κενού” που θα προκύψει, θα πρέπει να καλυφθεί από νέους φόρους οι οποίοι θα πρέπει να σχεδιασθούν ώστε να μην εναντιώνονται ή να συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα. Και για να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε, αυτήν τη στιγμή ο Προϋπολογισμός υπολογίζει σε ετήσιες εισπράξεις 6,6 δισ. ευρώ από ΦΠΑ και ΕΦΚ στα ενεργειακά προϊόντα.

Όπως αναφέρει σχετικά το εθνικό Σχέδιο:

Η σύνθεση των δημοσιονομικών εσόδων και εξόδων αποτυπώνει τη σημαντική πίεση που θα δεχθεί το δημοσιονομικό ισοζύγιο για την ενέργεια το 2030, το οποίο εμφανίζει ένα δημοσιονομικό κενό της τάξης του 1% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2020. Επιπροσθέτως η σταδιακή συρρίκνωση του πλεονάσματος, έως το 2050, υποδηλώνει ότι θα πρέπει να επιβληθούν νέοι φόροι για την διατήρηση των δημοσιονομικών εσόδων σε ένα επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι οι φόροι αυτοί δεν θα εναντιώνονται ή συμβάλλουν αρνητικά στη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα.

Μένει να απαντηθεί στην πράξη αν τελικά θα επιτευχθεί μείωση του ενεργειακού κόστους, ώστε να αποσβεστεί η επένδυση των δεκάδων δισ. ή το αυξημένο κόστος μετάβασης θα καταλήξει στο ίδιο υψηλό ενεργειακό κόστος.

Σύμφωνα με το σχέδιο, το ποσοστό του ΑΕΠ για αγορά κάθε είδους ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών από 19,4% του ΑΕΠ που ήταν το 2021, ναι μεν θα ανέβει στο 21,6% το 2030, αλλά μετά θα μειώνεται συνεχώς πέφτοντας στο 17%.

Επενδύσεις 276 δισ. ευρώ μέχρι το 2030

Η καινοτομία, η ανάπτυξη και υψηλή διάδοση των φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών, η μεταστροφή της συμπεριφοράς των καταναλωτών προς ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό, κοστίζουν ακριβά και όπως τονίζεται είναι σημαντικό μέσω στοχευμένων επιδοτήσεων να αποφευχθεί επιβάρυνση των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών και επιχειρήσεων που και αυτοί θα κληθούν να αυξήσουν τις επενδύσεις.
Αναλυτικά, δαπάνες, ύψους περίπου 100 δισ. που εκτιμάται ότι θα ενεργοποιήσει ως το τέλος της δεκαετίας ο στόχος για 460.000 οχήματα, ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά, το επενδυτικό πακέτο πέφτει στα 92 δισ. ευρώ.

O οικιακός και κτιριακός τομέας που αναμένεται να αποσπάσει κοντά 50 δισ. μέσα στα επόμενα επτά χρόνια.

Η αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών, όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς η αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό, εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει σύμφωνα με τις προβολές του ΕΣΕΚ κοντά στα 42,4 δισ. ευρώ, στα οποία προστίθενται επιπλέον 6 δισ. για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων (εσωτερικές, εξωτερικές μονώσεις, κλπ). Αν προστεθούν και τα 19,3 δισ. που αφορούν τα κτίρια των Υπηρεσιών και τη Γεωργία, αθροίζονται επενδύσεις 70 δισ. ευρώ μέχρι και το 2030.

Mετά τις μεταφορές και τα κτίρια, κατατάσσονται οι πράσινες επενδύσεις κάθε μορφής ηλεκτροπαραγωγής, από φωτοβολταϊκά και χερσαία, μέχρι θαλάσσια αιολικά, με το ΕΣΕΚ να προβλέπει 11,9 δισ. ως το 2030.

Τα δίκτυα ακολουθούν με επενδύσεις 6,5 δισ. και προστίθενται και άλλα μικρότερα ποσά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία, τα συστήματα φυσικού αέριου και πετρελαίου και λοιπές δαπάνες που αφορούν εναλλακτικά καύσιμα.

Η πράσινη ενεργειακή μετάβαση επιφέρει μεταβολή στη δομή του κόστος των ενεργειακών υπηρεσιών με αύξηση της έντασης κεφαλαίου με στόχο τη μείωση των λειτουργικών δαπανών σε όλους τους τομείς κατανάλωσης και παραγωγής ενέργειας.

Απαιτείται αύξηση των επενδυτικών δαπανών για την εξοικονόμηση ενέργειας και την αγορά ενεργειακά αποδοτικών συσκευών, μηχανημάτων και οχημάτων, οι οποίες όμως ταυτόχρονα επιτρέπουν μείωση των λειτουργικών δαπανών λόγω μείωσης της αγοράς ενεργειακών προϊόντων. Στους τομείς παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, οι τεχνολογίες ΑΠΕ, πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων, οι τεχνολογίες αποθήκευσης και τα δίκτυα έχουν ελάχιστες λειτουργικές δαπάνες και έχουν κυρίως κόστος εντάσεως κεφαλαίου.

Το κόστος για τους τελικούς καταναλωτές

Το κόστος για τους τελικούς καταναλωτές (δηλαδή τα νοικοκυριά, τα κτίρια, τη γεωργία, τη βιομηχανία και τις μεταφορές) για ενεργειακές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων επενδύσεων σε ενεργειακή αποδοτικότητα, αγορά συσκευών και οχημάτων, καθώς και αγορά ενεργειακών προϊόντων υπολογίζεται περίπου στο 21,7% του ετήσιου ΑΕΠ την εξαετία 2025 – 2030.

“Η αποτίμηση του κόστους του ενεργειακού συστήματος, που περιλαμβάνει την παραγωγή, μεταφορά, διανομή και κατανάλωση ενέργειας, έχει νόημα να γίνεται από την οπτική γωνία των τελικών καταναλωτών”, αναφέρουν οι μελετητές του ΕΣΕΚ.

Το κόστος των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών από την οπτική γωνία των καταναλωτών περιλαμβάνει όχι μόνο το κόστος αγοράς των ενεργειακών προϊόντων αλλά και το κόστος που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο που απασχολείται από τον τελικό καταναλωτή για τους δικούς του εξοπλισμούς και συσκευές παραγωγής των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών καθώς και των επενδυτικών δαπανών για την εξοικονόμηση ενέργειας.

Ακόμα και για τα νοικοκυριά, το κόστος των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών δεν περιλαμβάνει μόνο το κόστος της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών αλλά και το ετήσιο έμμεσο κόστος για την εξυπηρέτηση των επενδυτικών δαπανών για την ενέργεια και την εξοικονόμηση ενέργειας στην κατοικία καθώς και για τις δαπάνες αγοράς διαρκών αγαθών, όπως οι συσκευές και τα ιδιωτικά οχήματα.

Δαπάνες για την ενεργειακή αναβάθμιση

Το πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών και κτιρίων χρειάζεται να αυξηθεί δύο ή και τρεις φορές ετησίως συγκριτικά με παρελθόντα προγράμματα. Σε αυτές τις δαπάνες θα πρέπει να προστεθούν αυξημένες δαπάνες για την αγορά αποδοτικών συσκευών προηγμένης τεχνολογίας, όπως οι αντλίες θερμότητας, και οχημάτων, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Κατά συνέπεια, τα νοικοκυριά, όλων των εισοδηματικών κατηγοριών, καλούνται στο πλαίσιο της πράσινης ενεργειακής μετάβασης να επωμισθούν σημαντική αύξηση και μερίδιο του συνόλου των επενδύσεων. Γι΄ αυτό στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι είναι “κρίσιμης σημασίας η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των νοικοκυριών για τον σκοπό αυτό”.

Σημειώνεται δε, ότι το ισοδύναμο ετήσιο κόστος των ωφέλιμων ενεργειακών υπηρεσιών (δηλαδή θέρμανσης, κινητικότητας κλπ.) θα μειώνεται σταθερά για τα νοικοκυριά, αλλά αυτό έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας για την πραγματοποίησης των σχετικών επενδύσεων και των αυξημένων δαπανών για την αγορά διαρκών αγαθών.

Οι επενδύσεις στους τομείς παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας είναι επίσης αυξημένες στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αλλά η χρηματοδότησή τους, όπως σημειώνεται “είναι ευχερής και το κόστος ανακτήσιμο”.

>Ενεργειακό μίγμα: Μέχρι το 2028 ο λιγνίτης

Στο κείμενο του ΕΣΕΚ προβλέπεται συνεχή μείωση της παραγωγής από λιγνίτη, με στόχο τον μηδενισμό της μετά το 2028, σύνδεση των μη διασυνδεμένων νησιών στο ηπειρωτικό σύστημα μέχρι το 2030, ενώ η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια θα φτάσει τις 64,6 ΤWh στο τέλος της δεκαετίας. Επίσης, μειώνεται κατακόρυφα η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, καθώς η συμμετοχή τους δεν θα ξεπερνά το 3%.

Στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η χώρα θα πρέπει το 2030 να έχει 9,5 GW από αιολικά, (εκ των οποίων 1,9 GW υπεράκτια), 13,4 GW φωτοβολταικά και 0,6 GW άλλες πράσινες τεχνολογίες.

Στο ΕΣΕΚ διατυπώνεται η υπόθεση ότι η απόσυρση ορισμένων λιγνιτικών μονάδων θα γίνει νωρίτερα από το 2025. Πρόκειται για τις τέσσερις μονάδες του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, στη Δυτική Μακεδονία, που προορίζονται, με βάση το Εθνικό Σχέδιο, να κλείσουν στα τέλη του 2023, αντί του 2025, καθώς έχουν εξασφαλίσει ήδη επιπλέον ώρες λειτουργίας.

Ως back up προγραμματίζεται να παραμείνουν μέχρι τα τέλη του 2025 η μονάδα 5 του Αγίου Δημητρίου, η Μελίτη και η Μεγαλόπολη 4. Η νέα υπερσύγχρονη μονάδα Πτολεμαΐδα 5 θα παραμείνει επίσημα ως λιγνιτική μέχρι το 2028, χωρίς να αποκλείεται και νωρίτερα η διακοπή της λειτουργίας της με το συγκεκριμένο καύσιμο.

Περισσότερη παραγωγή από την κατανάλωση

Με βάση το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, η χώρα μας θα παράγει το 2030 περισσότερη ενέργεια από όση θα καταναλώνει, καθώς ο στόχος που τίθεται είναι να γίνει και εξαγωγέας ενέργειας, μέσω διαφόρων projects που συμπεριλαμβάνονται (ενίσχυση διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου με γειτονικές χώρες, EuroAsia Interconnector, διασύνδεση με Αίγυπτο GREGY, διασύνδεση με Γερμανία Green Aegean Interconnector, διασύνδεση με Σαουδική Αραβία Saudi Greek Interconnector).

Στο Εθνικό Σχέδιο περιλαμβάνονται δύο μόνον έργα LNG, αυτό της Αλεξανδρούπολης, που αναμένεται να λειτουργήσει στις αρχές του 2024 και της Motor Oil στους Αγίους Θεοδώρους, για το οποίο εκκρεμεί η τελική επενδυτική απόφαση. Οι προτάσεις για άλλα παρόμοια έργα που έχουν ανακοινωθεί θα εξετασθούν, όπως αναφέρεται, στο πλαίσιο της αναγκαιότητάς τους, με την υποσημείωση, πάντως, ότι για την Ελλάδα μόνο “δεν θα απαιτηθούν πρόσθετες υποδομές εισαγωγής φυσικού αερίου”.

Σήμερα, η εγχώρια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στο peak της φθάνει τα 10 GW. Ήδη, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς στο διασυνδεδεμένο σύστημα φθάνει τα 23 GW. Το 2030 στόχος είναι η ισχύς από ΑΠΕ, χωρίς τα υδροηλεκτρικά, να φθάσει τα 23,5 GW, από τα οποία τα 9,5 GW αιολικά, τα 1,9 GW υπεράκτια αιολικά και τα 13,4 GW φωτοβολταϊκά.

Τα συστήματα αποθήκευσης υπολογίζονται σε 5,3 GW και οι μονάδες φυσικού αερίου σε 7,7 GW. Για το 2050 προβλέπεται συνολική παραγωγή από ΑΠΕ στα 71,7 GW, από τα οποία τα 17,3 GW θα είναι υπεράκτια αιολικά, τα συστήματα αποθήκευσης στα 24,8 GW και οι μονάδες φυσικού αερίου στα 4,2 GW.

Με αυτά τα δεδομένα, εκτιμάται ότι η εξάρτηση της ηλεκτρικής ενέργειας από εισαγωγές θα φθάσει στο 3% το 2030 και υπολογίζεται να περιοριστεί στο 2% το 2050. Όμως, υπάρχει σήμερα υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, σε ποσοστό 75-78% από εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα οποία αθροιστικά καλύπτουν πάνω από το 65% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας. Η εξάρτηση αυτή θα συνεχιστεί και το 2030, με στόχο να φθάσει στο 66-70%.

Ειδικά στα χερσαία αιολικά και φωτοβολταικά, η εγκατεστημένη ισχύς προβλέπεται να αυξηθεί κατά 12 GW ως το 2030 (από 11,5 GW στα τέλη του 2023 σε 23,5 GW το 2030). Τα υδροηλεκτρικά θα πρέπει να είναι 3,8 GW, η αποθήκευση 5,3 GW, (εκ των οποίων 3,1 GW μπαταρίες και 2,2 GW η αντλησιοταμίευση), ενώ το μείγμα συμπληρώνουν 7,7 GW μονάδων φυσικού αερίου και 0,7 GW μονάδων με υγρό καύσιμο και καθόλου λιγνίτης.

Στα υπόλοιπα μεγέθη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα είναι 44%, έναντι 35% στο προηγούμενο ΕΣΕΚ. Ενώ, στόχος είναι οι ΑΠΕ να καλύπτουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2030 (σημαντικά υψηλότερος από το 61% που είχε τεθεί στο υφιστάμενο ΕΣΕΚ) και να πλησιάσουν το 95% από το 2035 και μετά.

Όσο για την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στις 52,7 TWh το 2030 (81,6% του συνόλου). Στόχος είναι οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας να έχουν μηδενιστεί από το 2035 και μετά, με έμφαση στον εξηλεκτρισμό των τομέων μεταφορές και κτίρια. Επισημαίνεται ότι μεγάλη μείωση των εκπομπών ήδη από το 2023 προέρχεται από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων.

Το φυσικό αέριο θα παραμείνει ακριβό

Οι τιμές του φυσικού αερίου δεν πρόκειται να επανέλθουν στα προ της ενεργειακής κρίσης επίπεδα, αντίθετα, στο ΕΣΕΚ αναφέρεται ότι προβλέπεται να σταθεροποιηθούν στο μέλλον σε επίπεδα υψηλότερα κατά 35-40%.

Καθώς η χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει εξαρτημένη από τις εισαγωγές φυσικού αερίου, φαίνεται ότι οι λογαριασμοί του ρεύματος θα εξακολουθήσουν τουλάχιστον ως το 2030 να είναι τσουχτεροί.

Συν τοις άλλοις, οι καταναλωτές θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν, μέσα από τους λογαριασμούς τους, την κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ και την επέκταση των δικτύων διανομής και μεταφοράς. Ήδη, για τις ΑΠΕ και τα δίκτυα καταβάλλεται μέσω των τιμολογίων (ρυθμιζόμενες χρεώσεις) ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Μάλιστα, στο ΕΣΕΚ αναγνωρίζεται ότι “οι προβλεπόμενες χρεώσεις για τα δίκτυα έχουν κάπως αυξηθεί συγκριτικά με το παρελθόν, λόγω των αυξημένων επενδύσεων που απαιτούνται”.

Στο ΕΣΕΚ υποστηρίζεται η αναγκαιότητα να συνεχισθούν οι λειτουργικές ενισχύσεις (εγγυημένη ταρίφα) για νέα έργα ΑΠΕ ως το 2030, ενώ υφίσταται εγκεκριμένο από την Ε.Ε. καθεστώς στήριξης ως το 2025.

Ανάλογες ενισχύσεις προβλέπονται για τα συστήματα αποθήκευσης, τα υπεράκτια αιολικά (20ετούς διάρκειας) και την αντλησιοταμίευση, ενώ τίθεται η προοπτική ενίσχυσης και των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο και στο μέλλον με ανανεώσιμα αέρια, γιατί “θα έχουν μικρό βαθμό χρησιμοποίησης, κατά συνέπεια θα χρειάζεται να ανακτούν το κόστος των απασχολούμενων κεφαλαίων μέσω της κοστολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών στο σύστημα και μέσω άλλων μηχανισμών διασφάλισης της αμοιβής για το κεφάλαιό τους”.

Προφανώς, όλα τα κόστη αυτά, όπως γίνεται σήμερα με τις ΑΠΕ και τα δίκτυα, θα φορτωθούν στα τιμολόγια ενέργειας. Συνεπώς, συνάγεται ότι οι καταναλωτές θα κληθούν να συμβάλουν από την τσέπη τους για την πράσινη μετάβαση της χώρας.

Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η ενεργειακή φτώχεια παρουσιάζει αύξηση το 2021, με την εμφάνιση της ενεργειακής κρίσης. Από 12% που ήταν το 2020 το ποσοστό των νοικοκυριών με ενεργειακή ένδεια, έφθασε στο 12,4% το 2021. Στοιχεία για το 2022 και το 2023 δεν παρατίθενται.

Επενδύσεις όσο ένα ΑΕΠ

Συνολικά, οι επενδύσεις που προβλέπει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα μέχρι το 2030, ανέρχονται σε 192 δισ. ευρώ, με τη μερίδα του λέοντος να αφορά τις μεταφορές.

Δίχως τις τεράστιες δαπάνες, ύψους περίπου 100 δισ. που εκτιμάται ότι θα ενεργοποιήσει ως το τέλος της δεκαετίας ο στόχος για 460.000 οχήματα, ηλεκτρικά και plug-in υβριδικά, το επενδυτικό πακέτο πέφτει στα 92 δισ. ευρώ.

Στην 2η θέση, ο μεγάλος πρωταγωνιστής, είναι ο οικιακός και κτιριακός τομέας που αναμένεται να αποσπάσει κοντά 50 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα επτά χρόνια. Η αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών, όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς η αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό, εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει σύμφωνα με τις προβολές του ΕΣΕΚ κοντά στα 42,4 δισ. ευρώ, στα οποία προστίθενται επιπλέον 6 δισ. ευρώ για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων (εσωτερικές, εξωτερικές μονώσεις, κλπ). Αν προστεθούν και τα 19,3 δισ. ευρώ που αφορούν τα κτίρια των Υπηρεσιών και τη Γεωργία, αθροίζονται επενδύσεις 70 δισ. ευρώ μέχρι και το 2030.

Στην 3η θέση, μετά τις μεταφορές και τα κτίρια, κατατάσσονται οι πράσινες επενδύσεις κάθε μορφής ηλεκτροπαραγωγής, από φωτοβολταϊκά και χερσαία, μέχρι θαλάσσια αιολικά, με το ΕΣΕΚ να προβλέπει 11,9 δισ. ευρώ ως το 2030. Τα δίκτυα έπονται στην 4η θέση με επενδύσεις 6,5 δισ. ευρώ και ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στην βιομηχανία, τα συστήματα φυσικού αέριου και πετρελαίου και λοιπές δαπάνες που αφορούν εναλλακτικά καύσιμα.

Όπως εξηγεί το κείμενο του ΕΣΕΚ, όσο η οικονομία θα προχωρά στην καρδιά της πράσινης μετάβασης, όσο θα προχωρά ο ενεργειακός μετασχηματισμός, τόσο θα μειώνονται και οι απαιτούμενες δαπάνες για αγορά ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών (ηλεκτρισμός, καύσιμα, αγορά συσκευών, οχημάτων, κ.λπ.). Το ποσοστό του ΑΕΠ για αγορά κάθε είδους ενεργειακών προϊόντων και υπηρεσιών από 19,4% του ΑΕΠ που ήταν το 2021, ναι μεν θα ανέβει στο 21,6% το 2030, αλλά μετά θα μειώνεται συνεχώς πέφτοντας στο 17%.

Τα εγχώρια κοιτάσματα

Το ΕΣΕΚ περιλαμβάνει και τον τομέα εξόρυξης και εκμετάλλευσης εγχώριων κοιτασμάτων, ως “άξονα της ενεργειακής πολιτικής”, χωρίς, όμως, να αποτυπώνονται τα τυχόν οφέλη από την αξιοποίηση κοιτασμάτων στις παραδοχές για το κόστος της μετάβασης.

Αναφέρεται πάντως, μία συντηρητική, όπως χαρακτηρίζεται, εκτίμηση της ΕΔΕΥΕΠ των πιθανών αποθεμάτων στις περιοχές που έχουν ανατεθεί σε αναδόχους στα 680 bcm. Όπως επισημαίνεται, “η πιθανή επιβεβαίωση αυτών των κοιτασμάτων υπερκαλύπτει τόσο την παρούσα όσο και τη μέλλουσα εγχώρια ζήτηση φυσικού αερίου, καθιστώντας τη χώρα μας εξαγωγική έως τα τέλη της δεκαετίας”.

Μέσα στην επόμενη διετία αναμένονται οι αποφάσεις των μισθωτών για τη διενέργεια ερευνητικών γεωτρήσεων στα περισσότερα οικόπεδα “με στόχο, σε περίπτωση θετικής απόφασης και επιτυχούς έκβασης των ερευνών, να έχουμε εγχώρια παραγωγή υδρογονανθράκων, πέραν αυτής του Πρίνου, εντός της τρέχουσας δεκαετίας”.

Έχει και μία έκπληξη το ΕΣΕΚ. Συγκαταλέγει και τον αγωγό EastMed, για τον οποίο αναφέρει ότι έχει ωριμάσει μελετητικά. Ωστόσο, συναρτά την υλοποίηση του έργου “με τις εξελίξεις ως προς τις ανακαλύψεις και μελέτες μεταφοράς των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου”.

Το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, που βρίσκεται από την προηγούμενη Παρασκευή στις Βρυξέλλες, αποτελεί προσχέδιο. Αφού αξιολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα τεθεί σε ανοιχτή δημόσια διαβούλευση, ώστε τα σχόλια και οι απόψεις που θα κατατεθούν να συμβάλουν στην οριστικοποίησή του, για να υποβληθεί πλέον με την οριστική μορφή του στην Ε.Ε. ως τα τέλη Ιουνίου 2024.

#trending

#trending

Αξίζει να δεις
Featured

Περισσότερα νέα

Με 460 άλογα το Tesla Model 3 Performance στην Ευρώπη

Στις αρχές της εβδομάδας η Tesla παρουσίασε το Model 3 Performance με την εταιρία να ανακοινώνει πως φέρει δύο νέους ηλεκτροκινητήρες που αποδίδουν 510 άλογα...

Η τιμή του MG Cyberster στην Αγγλία

Στο πλαίσιο της περσινής έκθεσης αυτοκινήτου στη Σαγκάη της Κίνας, η MG αποκάλυψε την έκδοση παραγωγής του Cyberster, με την εταιρία -υπό κινεζική ιδιοκτησία-...