H Toyota παρουσίασε για πρώτη φορά στην Αμερική το Sienna το 1997, και έκτοτε πολλά έχουν αλλάξει, αλλά αυτό που παραμένει ζωντανό είναι η επιθυμία των Αμερικάνων για ένα μεγάλο πολυμορφικό μοντέλο. Η προηγούμενη -τρίτη- γενιά του μοντέλου παρουσιάστηκε στην έκθεση του Los Angeles, τον Δεκέμβριο του 2009, για να κυκλοφορήσει τρεις μήνες αργότερα. Όπως καταλαβαίνεις έμεινε στην γκάμα της Toyota για δέκα ολόκληρα χρόνια, αφού πρώτα υπέστη δύο ελαφρά facelifts, το 2014 και το 2017.
Σήμερα, η ιαπωνική εταιρία μας δείχνει τη νέα -τέταρτη- γενιά του μοντέλου, η οποία βασίζεται στην TNGA-K πλατφόρμα, την ίδια που χρησιμοποιούν τα Camry, Highlander, Avalon, RAV4 και το νέο Venza. Σχεδιαστικά ακολουθεί τη νέα ταυτότητα της εταιρίας, με το αποτέλεσμα να φέρει την υπογραφή του Calty Design Studio, το οποίο βρίσκεται στην Καλιφόρνια.
Το νέο Sienna έχει φρέσκια και μοντέρνα σχεδίαση και ακολουθεί εξελικτική πορεία σε σχέση με το παρελθόν. Το ιαπωνικό πολυμορφικό είναι διαθέσιμο σε πέντε εκδόσεις εξοπλισμού (LE, XLE, XSE, Platinum, και Limited), με την XSE να είναι η πιο sport, γι’αυτό και φέρει ζάντες 20 ιντσών.
Στο εσωτερικό συναντάμε το νέο σύστημα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, με οθόνη 9 ιντσών, που είναι συμβατό με Android Auto, Apple CarPlay, και Amazon Alexa. Ακόμα, υπάρχει Wi-Fi hotspot, νέο ηχοσύστημα με subwoofer με 12 ηχεία, και το σύστημα Bird’s Eye View monitor για ευκολότερους ελιγμούς σε στενά σημεία. Στον βασικό εξοπλισμό διαθέτει τον πίνακα οργάνων με οθόνη 7 ιντσών, ενώ αποκτά την πλατφόρμα ασφαλείας Toyota Safety Sense με ενεργό cruise control, σύστημα ειδοποίησης αλλαγής λωρίδας, αυτόματη μεγάλη σκάλα φωτιστικών σωμάτων και σύστημα αυτόματης πέδησης με ανίχνευση πεζών.
Τέλος, μηχανικά εξοπλίζεται με ένα υβριδικό σύνολο, το οποίο συνδυάζει έναν 2,5-λίτρων κινητήρα εσωτερικής καύσης με δύο ηλεκτροκινητήρες, ή τρεις όταν το αυτοκίνητο παραγγελθεί ως τετρακίνητο, καθώς αυτός κινεί τον πίσω άξονα. Συνδυαστικά, η απόδοση του συνόλου ανέχεται σε 243 άλογα, με την κατανομή της ροπής να είναι 100/0% σε κανονικές συνθήκες και φτάνει το 20/80% όταν διαπιστωθεί απώλεια της πρόσφυσης.